βιοτεχνολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοτεχνολογία οι βιοτεχνολογίες
      γενική της βιοτεχνολογίας των βιοτεχνολογιών
    αιτιατική τη βιοτεχνολογία τις βιοτεχνολογίες
     κλητική βιοτεχνολογία βιοτεχνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοτεχνολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: βιο- + τεχνολογία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biotechnology) < αρχαία ελληνική βιο- + τεχνο- + -λογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.o.te.xno.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐τε‐χνο‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοτεχνολογία θηλυκό

  1. (βιολογία) η χρήση ζωντανών οργανισμών (κυρίως μικροοργανισμών) σε βιομηχανικές, γεωργικές, ιατρικές και άλλες τεχνολογικές εφαρμογές
    ※  Τα τελευταία χρόνια τίποτε δεν έχει προβληματίσει και διχάσει την κοινή γνώμη των δυτικών κοινωνιών περισσότερο από τη βιοτεχνολογία και ιδιαίτερα την αγροτική βιοτεχνολογία. (εφημερίδα Το Βήμα, 4 Ιουνίου 2000)
  2. η εφαρμογή των αρχών της επιστήμης των μηχανικών στις βιολογικές επιστήμες
    ※  Η βιοτεχνολογία μάς ζητά να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο στους κύκλους της ζωής, της εργασίας και του κεφαλαίου. (Η Καθημερινή, 21 Μαΐου 2008)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]