βλαντζί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλαντζί < (άμεσο δάνειο) γαλλική flanc (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλαντζί ουδέτερο (και βλαντζίν)