βλασφημώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βλασφημῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλασφημώ < αρχαία ελληνική βλασφημέω / βλασφημῶ < βλάσφημος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vla.sfiˈmo/

Ρήμα[επεξεργασία]

βλασφημώ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]