βλεφαρίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλεφαρίτιδα οι βλεφαρίτιδες
      γενική της βλεφαρίτιδας των βλεφαρίτιδων
    αιτιατική τη βλεφαρίτιδα τις βλεφαρίτιδες
     κλητική βλεφαρίτιδα βλεφαρίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλεφαρίτιδα < βλεφαρίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλεφαρίτιδα θηλυκό

  • πάθηση ματιών,που περιλαμβάνει ερεθισμό,κοκκίνισμα και απώλεια βλεφαρίδων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]