βλώσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βλώσκω 
Παρατατικός  ἔβλωσκον 
Μέλλοντας  βλώξω   μολοῦμαι 
Αόριστος  ἔβλωξα, ἔμολον, ἔβλων 
Παρακείμενος  μέμβλωκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

βλώσκω < μλώσκω με τροπή του ένρινου μ σε β για ευφωνία αφού προηγείται υγρού γράμματος < μολίσκω (έρχομαι μετά κόπου) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

βλώσκω

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη αὐτομολέω

Εκφράσεις

Πηγές