βογκάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βογκάω < βογκ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γογγῶ[1] με ορθογραφική απλοποίηση)[2] < ελληνιστική κοινή γογγ(ύζω) + -ῶ < (ηχομιμητική λέξη)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /voŋˈɡa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐γκά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

βογκάω, -άς.../βογκώ, πρτ.: βογκούσα/βόγκαγα, αόρ.: βόγκησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (κυριολεκτικά) βγάζω δυνατή και άναρθρη κραυγή που προέρχεται μάλλον από δυσάρεστα αισθήματα, κυρίως πόνο
  2. (μεταφορικά) παράγω ήχο όμοιο με βογκητό
    ※  1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
    Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
    δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
    Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
    σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
    Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 βογκάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. 3,0 3,1 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .