βολικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βολικός η βολική
βολικιά
το βολικό
      γενική του βολικού της βολικής
βολικιάς
του βολικού
    αιτιατική τον βολικό τη βολική
βολικιά
το βολικό
     κλητική βολικέ βολική
βολικιά
βολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βολικοί οι βολικές τα βολικά
      γενική των βολικών των βολικών των βολικών
    αιτιατική τους βολικούς τις βολικές τα βολικά
     κλητική βολικοί βολικές βολικά
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βολικός < βολ(ή) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

βολικός, -ή / -ιά, -ό

  1. που μας εξυπηρετεί και δεν μας δημιουργεί προβλήματα, μας βολεύει
    ένα μικρό και βολικό αυτοκίνητο, ιδιαίτερα μέσα στηνπόλη όπου δύσκολα βρίσκεις θέση στάθμευσης
     συνώνυμα: αναπαυτικός
  2. ευνοϊκός
  3. (για άνθρωπο) που βολεύεται εύκολα, δεν έχει υπερβολικές απαιτήσεις στις σχέσεις τους με τους άλλους αλλά συνεννοείται εύκολα μαζί τους σε πρακτικά ζητήματα, δεν είναι δύστροπος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]