βομβαρδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βομβαρδισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βομβαρδισμός αρσενικό
- επίθεση εναντίον ενός στόχου ή μιας πόλης με τη ρίψη βομβών από αεροπλάνα ή πυροβολικό
- (συνεκδοχικά) στην πυρηνική φυσική η ρίψη σωματιδίων σε ένα ατομικό πυρήνα ή άλλο στόχο