βομβιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βομβιστής οι βομβιστές
      γενική του βομβιστή των βομβιστών
    αιτιατική τον βομβιστή τους βομβιστές
     κλητική βομβιστή βομβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βομβιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βομβιστής αρσενικό

  1. αυτός που προκαλεί ή αποπειράται να προκαλέσει έκρηξη βόμβας
  2. βομβιστής αυτοκτονίας: αυτός που ζώνεται με εκρηκτικά και τα πυροδοτεί προκαλώντας έτσι εκτός από τον δικό του θάνατο και το θάνατο άλλων ανθρώπων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]