βορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βορρά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βορά οι βορές
      γενική της βοράς των βορών
    αιτιατική τη βορά τις βορές
     κλητική βορά βορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βορά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βορά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /voˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐ρά
ομόηχο: βορρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βορά θηλυκό

  1. η τροφή σαρκοφάγων ζώων
     συνώνυμα: θήραμα, θύμα, λεία
  2. (μεταφορικά) το αντικείμενο εκμετάλλευσης
     συνώνυμα: άθυρμα, έρμαιο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βορᾱ́ αἱ βοραί
      γενική τῆς βορᾶς τῶν βορῶν
      δοτική τῇ βορ ταῖς βοραῖς
    αιτιατική τὴν βορᾱ́ν τὰς βορᾱ́ς
     κλητική ! βορᾱ́ βοραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βορᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  βοραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βορά < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷer- (=καταβροχθίζω, καταπίνω)· συγγενές με το βιβρώσκω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βορά θηλυκό

  • τροφή, κρέας
    ※  τῆς δ᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν βορᾶς | ἐς σμικρὸν ἥκει· πᾶς γὰρ ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ | ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει. Ευριπίδης Ηλέκτρα, στ. 430, 413 π.Χ.
    Για το φαγί της κάθε μέρας είναι | το έξοδο μικρό· γιατί ο καθένας, | και πλούσιος και φτωχός, άμα χορτάσει, | την ίδιαν ευχαρίστηση θα νιώθει.
    (Τάσος Ρούσσος, Ευριπίδης, «Ηλέκτρα», Ακαδημία Αθηνών, 1988)

Πηγές[επεξεργασία]