βουβώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βουβώνας | οι | βουβώνες |
γενική | του | βουβώνα | των | βουβώνων |
αιτιατική | τον | βουβώνα | τους | βουβώνες |
κλητική | βουβώνα | βουβώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουβώνας < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουβώνας αρσενικό
- (ανατομία) η κάτω απόληξη του κορμού, το τμήμα ανάμεσα στο πάνω μέρος των ποδιών και της κοιλιάς, η περιοχή γύρω από τα γεννητικά όργανα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)