βουρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουρ < (άμεσο δάνειο) τουρκική vur (χτύπα)

Επιφώνημα[επεξεργασία]

βουρ

  1. χρησιμοποιείται ως ένδειξη βιασύνης, ορμής
  2. λέγεται για ενθάρρυνση κίνησης ή δράσης

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]