βουργιάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κρητικά (el-crt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουργιάλι: βουργι(ά) + υποκοριστικό επίθημα -άλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βουργιάλι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του βούργια, μικρή βούργια, μικρό σακίδιο
     συνώνυμα: βουργιαλάκι
    Επίσης, ιδιωματικό στη Μήλο
  2. (μεταφορικά) το βαλάντιο, οι παράδες που έχουμε στο σακούλι
     συνώνυμα: παραδοσάκουλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • λήμμα βουρgάλι - σελ.79, Τόμος 4.1 - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»