βούλλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βούλλα | οι | βούλλες |
γενική | της | βούλλας | των | βουλλών |
αιτιατική | τη | βούλλα | τις | βούλλες |
κλητική | βούλλα | βούλλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούλλα θηλυκό
- άλλη γραφή του βούλα κατά το μεσαιωνικό βούλλα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βούλλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βούλλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούλλα θηλυκό
- σφραγίδα από μόλυβδο, άργυρο ή χρυσό
- αποτύπωμα σφραγίδας
- (κατ’ επέκταση) κάθε έγγραφο με σφραγίδα
- (μεταφορικά) στίγμα
- ύφασμα με το οποίο έδεναν τα μάτια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Τόμος Δ', σελ.169 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βούλλᾰ | αἱ | βούλλαι |
γενική | τῆς | βούλλης | τῶν | βουλλῶν |
δοτική | τῇ | βούλλῃ | ταῖς | βούλλαις |
αιτιατική | τὴν | βούλλᾰν | τὰς | βούλλᾱς |
κλητική ὦ! | βούλλᾰ | βούλλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βούλλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βούλλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βούλλα < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική bulla < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu (εξόγκωμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούλλα, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- bulla και βούλλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γλῶσσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα υστερολατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)