βούρλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούρλο τα βούρλα
      γενική του βούρλου των βούρλων
    αιτιατική το βούρλο τα βούρλα
     κλητική βούρλο βούρλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούρλο < μεσαιωνική ελληνική βοῦρλον < αρχαία ελληνική βροῦλλον , βρύλλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βούρλο ουδέτερο

  1. (φυτό) ποώδες αειθαλές υδρόφιλο φυτό του γένους Juncus, με κυλινδρικό βλαστό και φύλλα μακρόστενα και συνήθως κυλινδρικά επίσης· τα άνθη του είναι μικρά, και από τα φύλλα του φτιάχνονται καλάθια
  2. (μεταφορικά) ηλίθιος, βλάκας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]