βούρνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βούρνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γούρνα < (ελληνιστική κοινή) γρώνη («κοιλότητα»)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούρνα θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- βούρνα - γούρνα,η και βουρνίν,το λήμμα στο Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής [1]