βούρτσισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βούρτσισμα < βουρτσίζω, βουρτσισ- -μα < μεσαιωνική ελληνική βουρτσίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούρτσισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βουρτσίζω