βραδέως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραδέως < αρχαία ελληνική βραδέως

Επίρρημα[επεξεργασία]

βραδέως

  1. με μικρή ταχύτητα, αργά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραδέως < βραδύς

Επίρρημα[επεξεργασία]

βραδέως

  1. (χρονικό) με βραδύτητα, με καθυστέρηση, αργά
  2. (κατ’ επέκταση), (για σκέψη ή για το μυαλό) με αργό τρόπο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]