βραχυκυκλώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βραχυκυκλώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βραχυκυκλώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βραχυκυκλώνω
- θα βραχυκυκλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βραχυκυκλώνω