βρυχώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βρυχῶμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρυχώμαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βρυχῶμαι, συνηρημένος τύπος του βρυχάομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾiˈxo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρυ‐χώ‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

βρυχώμαι (αποθετικό ρήμα) , π.αόρ.: βρυχήθηκα

  1. (για άγρια ζώα) βγάζω βαθιά και βροντερή κραυγή, παράγω δυνατό ήχο
    το λιοντάρι θύμωσε και βρυχήθηκε
  2. (μεταφορικά) κάνω αισθητή την παρουσία μου μιλώντας με έντονο τρόπο, φωνάζοντας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]