βρύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷéru-

Ρήμα[επεξεργασία]

βρύω [ ]

  1. (για φυτά) είμαι γεμάτος, πλήρης
  2. αφθονώ
  3. (μεταβατικό) βλασταίνω

Πηγές[επεξεργασία]