βυθός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βύθος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βυθός οι βυθοί
      γενική του βυθού των βυθών
    αιτιατική τον βυθό τους βυθούς
     κλητική βυθέ βυθοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βυθός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βυθός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb- (βαθύς)
Θαλάσσιος βυθός.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /viˈθos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βυθός αρσενικό

  1. ο πυθμένας θάλασσας, λίμνης ή ποταμού, το έδαφος που βρίσκεται κάτω από το νερό
  2. (κατ’ επέκταση) το κατώτερο μέρος του θαλάσσιου υδάτινου όγκου

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις βυθίζω και βάθος

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]