βυσσινιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βυσσινιά οι βυσσινιές
      γενική της βυσσινιάς των βυσσινιών
    αιτιατική τη βυσσινιά τις βυσσινιές
     κλητική βυσσινιά βυσσινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οι ξινοί καρποί της βυσσινιάς

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βυσσινιά < βύσσιν(ο) + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.siˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυσ‐σι‐νιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βυσσινιά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βυσσινιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βυσσινής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βυσσινής