βυσσινιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βυσσινιά | οι | βυσσινιές |
γενική | της | βυσσινιάς | των | βυσσινιών |
αιτιατική | τη | βυσσινιά | τις | βυσσινιές |
κλητική | βυσσινιά | βυσσινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.siˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυσ‐σι‐νιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυσσινιά θηλυκό
- (δέντρο) μια ποικιλία της κερασιάς, (είδος Prunus cerasus), με μεγάλα ελλειψοειδή φύλλα και μικρούς κόκκινους καρπούς οι οποίοι είναι πιο ξινοί από τα κεράσια και χρησιμοποιούνται κυρίως στο μαγείρεμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βύσσινο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βυσσινιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βυσσινής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βυσσινής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)