βυτιοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βυτιοφόρος η βυτιοφόρα το βυτιοφόρο
      γενική του βυτιοφόρου της βυτιοφόρας του βυτιοφόρου
    αιτιατική τον βυτιοφόρο τη βυτιοφόρα το βυτιοφόρο
     κλητική βυτιοφόρε βυτιοφόρα βυτιοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βυτιοφόροι οι βυτιοφόρες τα βυτιοφόρα
      γενική των βυτιοφόρων των βυτιοφόρων των βυτιοφόρων
    αιτιατική τους βυτιοφόρους τις βυτιοφόρες τα βυτιοφόρα
     κλητική βυτιοφόροι βυτιοφόρες βυτιοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βυτιοφόρος < βυτί(ο) + -ο- + -φόρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.ti.oˈfo.ɾos/

Επίθετο[επεξεργασία]

βυτιοφόρος

  1. που σε ειδικό βυτίο μεταφέρει διάφορα υγρά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) βυτιοφόρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]