βύθιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βύθιση | οι | βυθίσεις |
γενική | της | βύθισης* | των | βυθίσεων |
αιτιατική | τη | βύθιση | τις | βυθίσεις |
κλητική | βύθιση | βυθίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βυθίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βύθιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βυθίζω