γάμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάμος οι γάμοι
      γενική του γάμου των γάμων
    αιτιατική τον γάμο τους γάμους
     κλητική γάμε γάμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γάμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣa.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γά‐μος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάμος αρσενικό

  1. η επίσημη τελετή ένωσης δύο ατόμων, η γαμήλια τελετή
     συνώνυμα: νύμφευση, πάντρεμα, παντρειά
     αντώνυμα: διαζύγιο
  2. (κατ’ επέκταση) η αναγνωρισμένη από το νόμο συμβίωση δύο ανθρώπων, που έχει γίνει μετά από σύμφωνη με τη νομοθεσία διαδικασία
  3. (χριστιανισμός) ένα από τα επτά μυστήρια της εκκλησίας
  4. → δείτε και τον πληθυντικό γάμοι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάμος αρσενικό

  • η επίσημη τελετή ένωσης δύο ανθρώπων, η γαμήλια τελετή
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 697 (695-697)
    Ὡραῖος δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι, | μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ᾽ ἀπολείπων | μήτ᾽ ἐπιθεὶς μάλα πολλά· γάμος δέ τοι ὥριος οὗτος·
    Στην ώρα σου γυναίκα στο σπίτι σου να φέρεις, | μήτε πάρα πολύ μικρότερος απ᾽ τα τριάντα χρόνια, | μήτε και πάρα πολύ μεγαλύτερος. Αυτός είναι ο κατάλληλος καιρός για γάμο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Παράγωγα[επεξεργασία]

  • γαμέω
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]