γάρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάρος οι γάροι
      γενική του γάρου των γάρων
    αιτιατική τον γάρο τους γάρους
     κλητική γάρε γάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γάρος (είδος σάλτσας) & γάρον (ουδέτερο) < αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενή: ποντιακή γάρον < αρχαία ελληνική γάρον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γά‐ρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάρος αρσενικό

  1. (χωρίς πληθυντικό) το αλατισμένο νερό, στο οποίο συντηρούνται τρόφιμα (ψάρια, ελιές, λαχανικά κ.λπ.). Λέγεται και άλμη ή σαλαμούρα
  2. (χωρίς πληθυντικό) σάλτσα που παρασκευάζεται από μικρά ψάρια, εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι
  3. το υγρό που απομένει στο ελαιοτριβείο μετά την έκθλιψη των ελιών
     συνώνυμα: κατσίγαρος
  4. (συνεκδοχικά) κάθε θολό υγρό
  5. το λέκιασμα, ο ρύπος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

ιδιωματικά:

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Κυπριακά (el-cyp)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάρος < γάδαρος < μεσαιωνική ελληνική γαϊδάριον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάρος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γᾰρο-
ονομαστική γάρος οἱ γάροι
      γενική τοῦ γάρου τῶν γάρων
      δοτική τῷ γάρ τοῖς γάροις
    αιτιατική τὸν γάρον τοὺς γάρους
     κλητική ! γάρε γάροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γάρω
γεν-δοτ τοῖν  γάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάρος > αβέβαιης ετυμολογίας λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάρος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]