γέλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γέλως

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γέλος < ομόρριζο του γελάω, ίσως ανάγεται και σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵélh₂-, *ǵlh₂-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γέλος αρσενικό