γέψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γέψη < γεύση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γέψη θηλυκό

→ δείτε τη λέξη γεύση