γαλατόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλατόπιτα < γάλα (γάλατα) -ό- + πίτα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλατόπιτα θηλυκό
- (γλυκό) γλύκισμα με πολύ γάλα, ζάχαρη, σιμιγδάλι, βούτυρο, αβγά και φύλλο (φτιάχνεται και δίχως φύλλο)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- γαλακτόπιτα (σπάνιο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλατόπιτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)