γαλβάνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλβάνιση | οι | γαλβανίσεις |
γενική | της | γαλβάνισης* | των | γαλβανίσεων |
αιτιατική | τη | γαλβάνιση | τις | γαλβανίσεις |
κλητική | γαλβάνιση | γαλβανίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γαλβανίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλβάνιση < γαλβανίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλβάνιση θηλυκό
- ο γαλβανισμός, τα σχετικά με το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα
- η επιμετάλλωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλβάνιση
|