γαλουχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλουχώ < (ελληνιστική κοινή) γαλουχῶ (θηλάζω) < γάλα + έχω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
γαλουχώ, πρτ.: γαλουχούσα, στ.μέλλ.: θα γαλουχήσω, αόρ.: γαλούχησα, παθ.φωνή: γαλουχούμαι, μτχ.π.π.: γαλουχημένος