γαμέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμέτης οι γαμέτες
      γενική του γαμέτη των γαμετών
    αιτιατική τον γαμέτη τους γαμέτες
     κλητική γαμέτη γαμέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμέτης < αρχαία ελληνική γαμέτης =σύζυγος< γαμέω -ώ (αρχ. =νυμφεύομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαμέτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]