γαμήσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαμήσι | τα | γαμήσια |
γενική | του | γαμησιού | των | γαμησιών |
αιτιατική | το | γαμήσι | τα | γαμήσια |
κλητική | γαμήσι | γαμήσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαμήσι < μεσαιωνική ελληνική γαμήσει < αρχαία ελληνική γαμήσειν, απαρέμφατος μέλλοντας του γαμῶ (νυμφεύομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαμήσι ουδέτερο
υποκοριστικό[επεξεργασία]
γαμησάκι (χαϊδευτικό, ευμενιστικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αυτός θέλει γαμήσι κι άπλωμα στον ήλιο
- έφαγα ένα γαμήσι / έφαγα τρελό γαμήσι
- ο τράγος έχει την βοσκή κι αυτός μόνο γαμήσι
- σε γαμάνε παρά φύση, μα σ' αρέσει το γαμήσι
- γαμήσι, χασίσι κι επιστροφή στη φύση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαμήσι
|