γαμπάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμπάς οι γαμπάδες
      γενική του γαμπά των γαμπάδων
    αιτιατική τον γαμπά τους γαμπάδες
     κλητική γαμπά γαμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμπάς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαμπάς αρσενικό

  • μάλλινο πανωφόρι-Μάλλινη παραδοσιακή κάπα(πανοφώρι) των Βοσκών