γαμψός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαμψός η γαμψή το γαμψό
      γενική του γαμψού της γαμψής του γαμψού
    αιτιατική τον γαμψό τη γαμψή το γαμψό
     κλητική γαμψέ γαμψή γαμψό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαμψοί οι γαμψές τα γαμψά
      γενική των γαμψών των γαμψών των γαμψών
    αιτιατική τους γαμψούς τις γαμψές τα γαμψά
     κλητική γαμψοί γαμψές γαμψά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμψός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαμψός[1] < γνάμπτω (μορφή του κάμπτω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣamˈpsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαμ‐ψός

Επίθετο[επεξεργασία]

γαμψός, -ή, -ό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γαμψός γαμψή τὸ γαμψόν
      γενική τοῦ γαμψοῦ τῆς γαμψῆς τοῦ γαμψοῦ
      δοτική τῷ γαμψ τῇ γαμψ τῷ γαμψ
    αιτιατική τὸν γαμψόν τὴν γαμψήν τὸ γαμψόν
     κλητική ! γαμψέ γαμψή γαμψόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γαμψοί αἱ γαμψαί τὰ γαμψᾰ́
      γενική τῶν γαμψῶν τῶν γαμψῶν τῶν γαμψῶν
      δοτική τοῖς γαμψοῖς ταῖς γαμψαῖς τοῖς γαμψοῖς
    αιτιατική τοὺς γαμψούς τὰς γαμψᾱ́ς τὰ γαμψᾰ́
     κλητική ! γαμψοί γαμψαί γαμψᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γαμψώ τὼ γαμψᾱ́ τὼ γαμψώ
      γεν-δοτ τοῖν γαμψοῖν τοῖν γαμψαῖν τοῖν γαμψοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμψός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

γαμψός, -ή, -όν

  • καμπυλωτός, κυρτός
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ φύσιος παιδίου, (De natura pueri), 31, @scaife.perseus
    Δίδυμα δὲ γίνεται ἀφ’ ἑνὸς λαγνεύματος οὕτως· ἔχουσιν αἱ μῆτραι κόλπους συχνοὺς καὶ γαμψοὺς, τοὺς μὲν τηλοτέρω, τοὺς δὲ πλησιαιτέρω τοῦ αἰδοίου· καὶ τὰ πουλύγονα τῶν ζώων πλείους ἔχει κόλπους τῶν ὀλίγα κυεόντων·
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 45 @scaife.perseus
    Φωνὴν δ’ ὁμοίαν ἔχουσι βοΐ, κέρατα δὲ γαμψά, κεκαμμένα πρὸς ἄλληλα καὶ ἄχρηστα πρὸς τὸ ἀμύνεσθαι, τῷ μεγέθει σπιθαμιαῖα ἢ μικρῷ μείζω, πάχος δ’ ὥστε χωρῆσαι μὴ πολλῷ ἔλαττον ἡμίχουν ἑκάτερον· ἡ δὲ μελανία καλὴ καὶ λιπαρὰ τοῦ κέρατος.
    ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης περιγράφει ένα είδος Ευρωπαϊκού βίσονα, που ονομάζεται βόνασος ή βόνασσος.
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De usu partium corporis humani I-XI, 3.2 @scaife.perseus
    τὰ μὲν οὖν σαρκοφάγα πάντη πάντως ἐστὶν ἄλκιμα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ μόνον ἐσχίσθησαν αὐτῶν οἱ πόδες πολυειδῶς, ἀλλὰ καὶ στερεούς τε καὶ γαμψοὺς ὄνυχας ἔφυσαν· οὕτω γὰρ ἔμελλε καὶ δράσσειν θᾶττον, καὶ καθέξειν ῥᾷον.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]