γαρδέλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαρδέλι τα γαρδέλια
      γενική του γαρδελιού των γαρδελιών
    αιτιατική το γαρδέλι τα γαρδέλια
     κλητική γαρδέλι γαρδέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαρδέλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική cardello < υστερολατινική cardellus < λατινική carduelis < carduus (γαϊδουράγκαθο (γιατί οι σπόροι του φυτού αυτού είναι αγαπημένο έδεσμα της καρδερίνας) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kars- (χαράσσω, γδέρνω, τρίβω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣaɾˈðe.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαρ‐δέ‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαρδέλι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]