γαστρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γαστρίζω < γάστρις
Ρήμα[επεξεργασία]
γαστρίζω (μελ. γαστρίσω)
- ρίχνω στην κοιλιά, την παραγεμίζω, τρώω λαίμαργα
γαστρίζω < γάστρις
γαστρίζω (μελ. γαστρίσω)