γαστριδίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαστριδίωση οι γαστριδιώσεις
      γενική της γαστριδίωσης* των γαστριδιώσεων
    αιτιατική τη γαστριδίωση τις γαστριδιώσεις
     κλητική γαστριδίωση γαστριδιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γαστριδιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαστριδίωση < γαστρίδιο
η γαστριδίωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαστριδίωση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]