γαστρορραγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαστρορραγία < αγγλική gastrorrhagia < αρχαία ελληνική γαστήρ και ῥήγνυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαστρορραγία θηλυκό
- αιμορραγία του στομάχου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαστρορραγία