γδύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γδύνω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἐκδύω

Ρήμα[επεξεργασία]

γδύνω

  1. βγάζω τα ρούχα κάποιου, τον ξεντύνω
  2. (μεταφορικά) κλέβω άνθρωπο ή χώρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]