γείσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γείσο | τα | γείσα |
γενική | του | γείσου | των | γείσων |
αιτιατική | το | γείσο | τα | γείσα |
κλητική | γείσο | γείσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γείσο < αρχαία ελληνική γεῖσον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γείσο ουδέτερο
- το τμήμα της στέγης που εξέχει από τους τοίχους
- στο γείσο φτιάχνουν φωλιά τα χελιδόνια
- το μέρος του καπέλου που εξέχει πάνω από το πρόσωπο
- το πρόσωπο του αστυνομικού φαινόταν ιδρωμένο κάτω από το γείσο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεξοχή στέγης