γελανόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γελανόω < γελάω ή από τον επικός τύπος γελόω
Ρήμα[επεξεργασία]
γελανόω-γελανῶ
- φαιδρύνω, κάνω κάποιον να γελάσει ή φτιάχνω τη δική μου διάθεση, μαλακώνω το θυμό κάποιου ή τον δικό μου, ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, χαμογελώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γέλως και αιολικός τύπος γέλος (το γέλιο)
- γέλοιος και γελοῖος (ο γελοίος, για τα γέλια, ο καταγέλαστος)
- γελασῖνος ( : που γελάει συνέχεια, ο γελαστός, ο γελαδερός)
- γελαστός ( ο καταγέλαστος, ο άξιος για γέλια)
- γελωτοποιός, γελωτοποιέω, γελωτοποιία
- γελοιαστής ( ο γελωτοποιός στα ελληνιστικά χρόνια ή και στη μεταγενέστερη ελληνική)
- γελοιαστικός (που προκαλεί γέλια, στην ελληνιστική)