γελοιοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γελοιοποιούμαι < παθητική φωνή του γελοιοποιώ < γελοίος + ποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
γελοιοποιούμαι
- Γίνομαι περίγελος, φαίνομαι γελοίος, εξευτελίζομαι
- Μετά και το τελευταίο σκάνδαλο, γελοιοποιήθηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας στο δημόσιο.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γελοιοποιούμαι