γεννητούρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γεννητούρια
      γενική
    αιτιατική τα γεννητούρια
     κλητική γεννητούρια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεννητούρια < μεσαιωνική ελληνική γεννητούρια < *γεννητήριος < αρχαία ελληνική γεννητήρ < γεννάω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεννητούρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (οικείο) η γέννηση ενός μωρού
    μαζεύτηκε στο σπίτι όλο το σόι για τα γεννητούρια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]