γεννητούρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γεννητούρια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | γεννητούρια | ||
κλητική | γεννητούρια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεννητούρια < μεσαιωνική ελληνική γεννητούρια < *γεννητήριος < αρχαία ελληνική γεννητήρ < γεννάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεννητούρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό