γεροδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
γεροδεμένος, -η, -ο
- που έχει μυώδες, γυμνασμένο σώμα
- ※ Μπορείς να με βοηθήσεις που φαίνεσαι γεροδεμένος; (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)