γευστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γευστικός < αρχαία ελληνική γευστικός < γεῦσις
Επίθετο[επεξεργασία]
γευστικός
- σχετικός με τη γεύση
- (ειδικότερα) που έχει ευχάριστη γεύση