γεύση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεύση οι γεύσεις
      γενική της γεύσης* των γεύσεων
    αιτιατική τη γεύση τις γεύσεις
     κλητική γεύση γεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γεύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεύση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεῦ(σις) + -ση < γεύομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈʝef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεύ‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεύση θηλυκό

  1. μία από τις πέντε αισθήσεις, με την οποία αντιλαμβανόμαστε την ποιότητα των τροφών και των υγρών στο στόμα ανάλογα με τον τρόπο που ερεθίζουν τη γλώσσα
  2. η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
    η γλώσσα έχει υποδοχείς για τις πέντε βασικές γεύσεις, το γλυκό, το πικρό, το ξινό, το αλμυρό και το ουμάμι
    έχει γλυκιά γεύση
  3. (μεταφορικά) η ευχάριστη ή δυσάρεστη εντύπωση που αφήνει κάτι που ζούμε
    μου άφησε πολύ άσχημη γεύση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη γεύομαι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]