γιαβουκλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιαβουκλού οι γιαβουκλούδες
      γενική της γιαβουκλούς των γιαβουκλούδων
    αιτιατική τη γιαβουκλού τις γιαβουκλούδες
     κλητική γιαβουκλού γιαβουκλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

γιαβουκλού < (άμεσο δάνειο) τουρκική yavuklu

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝa.vuˈklu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: για‐βου‐κλού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιαβουκλού θηλυκό (αρσενικό γιαβουκλούς)

  1. μνηστή, αρραβωνιαστικιά
    • ※  Μια γιαβουκλού ήγραψεν του γιαβουκλού της, που ήλειπε στη ξενιτιά: «Εις υγείες και χαιρετίσματα εις ελόγου σου, Κωνσταντάρα μου. Και μάθε πως εψόφησεν η αγελάα μας τσ’ ο γάραός μας. Μα εμ πειράντζει, Κωνσταντάρα μου, εσύ να ’σαι καλά. Εσύ ’σαι η αγελάα μας τσ’ ο γάραός μας». (*chiosnews)
    • ※  Είδα μες τους Ποδαράδες μια μικρή Πολίτισσα / γιαβουκλού μου να την κάνω εγώ την εζήτησα. (...) Σου το είπα και σ' το λέγω θέλω να 'χω εγώ πολλούς, / γιατί ένας σαν και σένα δε με φτάνει γιαβουκλούς. / Άφησε τους γιαβουκλούδες και πολλούς μην αγαπάς, / γιατί μες τους Ποδαράδες πέντε πιστολιές θα φας. (* στίχοι ρεμπέτικου τραγουδιού του Αντώνη Νταλγκά ή Διαμαντίδη)
  2. ερωμένη, αγαπητικιά, γκόμενα (ερωμένος, αγαπητικός, γκόμενος)
    ※  Τζώνη, με θες γιαβουκλού σου; Τ' ωχρό του πρόσωπο γίνηκε παντζάρι. Είχε ξεχαστεί. Είχε ξεχάσει πως δε βρισκότανε στη μοναξιά του. Έχωσε τη φυσαρμόνικα στην τσέπη του και το 'βαλε στα πόδια, και πίσω του τον κυνηγούσανε τα γέλια κι οι φωνές. (Κοσμάς Πολίτης, μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

γιαβουκλού αρσενικό