γιαβρούμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαβρούμ : (άμεσο δάνειο) τουρκική yavrum > yavru (μωρό, νήπιο)

Επιφώνημα[επεξεργασία]

γιαβρούμ